- αιματορρόφος
- αἱματορρόφος. -ον (Α)αυτός που ρουφά αίμα, αιμοβόρος, αιμοδιψής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + ροφῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἱματορρόφος — blood drinking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματορρόφον — αἱματορρόφος blood drinking masc/fem acc sg αἱματορρόφος blood drinking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματορρόφοι — αἱματορρόφος blood drinking masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματορρόφου — αἱματορρόφος blood drinking masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek